Άρτεμις Σπανού: Οι πεταλούδες ελεύθερες πετούν

Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν τόπο πολύ-πολύ μακρινό, με μεγάλα πράσινα δάση και τόσο πολύ γαλάζιο που χάνεις το σημείο που τελειώνει η θάλασσα και αρχίζει ο ουρανός, οι μοίρες συναντήθηκαν στην άκρη της κούνιας ενός εκ των πρώτων παιδιών του 1993. Το συνήθιζαν και ακόμα μέχρι σήμερα το συνηθίζουν να επισκέπτονται τα πρώτα βρέφη κάθε έτους – είναι το δικό τους έθιμο για την αλλαγή του χρόνου, είναι ο δικός τους τζόγος. Εκεί στην άκρη, μεταμφιεσμένες ως πεταλούδες, ίδιον και αυτό του μακρινού τούτου τόπου, χάζεψαν με το νεογέννητο, το οποίο ο μύθος το θέλει στην παρθενική του ανάσα στη ζωή  πρώτα να γελάει και μετά να κλαίει, και να έχει μια χαρακτηριστική μπούκλα στο κεφάλι.

Οι μοίρες ξεκίνησαν να τζογάρουν για το μέλλον του παιδιού. Η πρώτη είπε ότι θα γίνει ποδοσφαιρίστρια. Η δεύτερη γέλασε με την πρώτη (σ.σ. «μα πώς σου ήρθε κάτι τέτοιο», της είπε με αρκετή έπαρση) και δεσμεύτηκε ότι το μωρό θα έχει σπουδαίο μέλλον στην επιστήμη της αθλητικής ψυχολογίας. Η τρίτη είχε το πλεονέκτημα να έχει ακούσει τις προηγούμενες. Συγκαταβατική, με κατανόηση, αλλά και αποφασιστική. «Το παιδί θα παίξει μπάσκετ».

Αυτό το κάπως ασυνήθιστο έθιμο των τριών διαρκεί μερικά δευτερόλεπτα. Δέκατα του δευτερολέπτου στην ανθρώπινη προσέγγιση του χρόνου. Ξανασυναντιούνται συχνά στην διάρκεια των ετών για να παρακολουθούν την πορεία του παιδιού και δίνουν το τελικό ραντεβού έπειτα από τριάντα χρόνια για να δουν ποιος κέρδισε το στοίχημα. Φτερούγισαν μακριά πάνω από την κούνια, τρεις πολύχρωμες, πανέμορφες πεταλούδες και κοίταξαν χαμηλά το όμορφο μωρό με την μία μπούκλα, πριν κοιταχτούν μεταξύ τους και συμφωνήσουν στην μοναδική κατεύθυνση με την οποία θα όριζαν τη ζωή του:

«Θα καλύπτει πάντα με το χαμόγελό της τον πόνο και την απώλεια».

***

Η Άρτεμις Σπανού γεννήθηκε στην Ρόδο την 1η Ιανουαρίου του 1993. Η πορεία της, μια διήγηση που σήμερα θα ακουγόταν πολύ συνηθισμένη και κοινή, ήταν πρωτοποριακή και καινοτόμα για εκείνα τα χρόνια. Άνοιξε το δρόμο για δεκάδες κορίτσια και έδωσε μια εντελώς νέα διάσταση στον ελληνικό γυναικείο αθλητισμό.

***

Σε μια πλατεία, μια από τις πιο ξακουστές πλατείες της Αθήνας, τα παιδιά παίζουν. Υπάρχει και εκεί πράσινο και γαλάζιο, αλλά τα κτήρια ψηλά και σε εμποδίζουν να το βλέπεις. Τα τραπεζοκαθίσματα δεν έχουν καταλάβει ακόμα όλο τον χώρο και τα παιδιά κλωτσάνε τη μπάλα μανιωδώς. Οι τρεις μοίρες, μεταμφιεσμένες ως ηλικιωμένες γυναίκες συζητούν μεταξύ τους χαμηλόφωνα. «Σας το είπα ότι θα παίξει ποδόσφαιρο», καμαρώνει η πρώτη, ενώ η τρίτη δολοπλοκεί με κάτι αγνώστους και απαντάει: «Δώσε μου λίγο χρόνο…». Η δεύτερη κάθεται σε ένα παγκάκι και τρώει παγωτό, μαγεμένη από τη γεύση που μπορεί να έχει κάτι ανθρώπινο και, λησμονώντας εντελώς τον σκοπό της παρουσίας της εκεί.

***

Η Άρτεμις ήθελε να παίξει ποδόσφαιρο. Έπαιζε με τους φίλους της στο σχολείο, έπαιζε στα διαλείμματα, έπαιζε στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, έπαιζε στα προγράμματα του Δήμου, αλλά δεν μπορούσε να παίξει σε ομάδα. Δεν υπήρχε ομάδα για να παίξει, όπως την ενημέρωσε ο πατέρας της όταν του ζήτησε να την γράψει. Εναλλακτική ήταν το μπάσκετ. Δεν το ήθελε το ίδιο, το πρώτο διάστημα ένιωθε όλα εκείνα τα συναισθήματα που πλημμυρίζουν ένα παιδί που κάνει το δεύτερο αγαπημένο του πράγμα, αλλά σύντομα θα το ερωτευόταν. Τα χρόνια που ακολούθησαν η εξέλιξη θα ήταν ραγδαία. Η Άρτεμις θα έκανε προπόνηση. Πολλή προπόνηση. Θα έκανε ερωτήσεις. Αχ, πόσες πολλές ερωτήσεις. Ήθελε να μάθει τα πάντα, ήθελε να γίνεται συνέχεια καλύτερη, ήθελε να γίνει σαν όλους εκείνους που θαύμαζε. Μπορούσε να παίζει σαν τον Ντιρκ Νοβίτσκι; Δε θα σταματούσε μέχρι να μπορέσει.

Παράλληλα, διάβαζε. Διάβαζε πολύ και διάβαζε συνέχεια. Όταν δεν έκανε προπόνηση, ήταν με το βιβλίο στο χέρι και όταν δεν ήταν με το βιβλίο στο χέρι, έκανε προπόνηση. Έφευγε από τα βάρη στις εγκαταστάσεις του Ελληνικού και διάβαζε στο τραμ μέχρι το ΣΕΦ, όπου έκανε προπόνηση. Και μετά ξανά ως τη διαδρομή στο σπίτι. Είχε παίξει Εθνική ομάδα. Είχε δει προπονητές να την επαινούν και προπονητές να την προκαλούν για να φτάσει στα όριά της. Για να ξεπεράσει τα όριά της. Είχε πάρει πρωτάθλημα. Είχε γίνει διεθνής. Είχε «μεγαλώσει» η ίδια και είχαν μεγαλώσει τα όνειρά της. Έφταναν μέχρι την άλλη άκρη του Ατλαντικού… Την άλλη άκρη του κόσμου.

Το 2010 έφυγε για το πανεπιστήμιο Robert Morris στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια. Σπούδασε και αποφοίτησε με πτυχίο στην αθλητική ψυχολογία, μέτρησε δεκάδες ατομικές διακρίσεις, αναδείχθηκε κορυφαία αθλήτρια όλων των εποχών του πανεπιστημίου, μπήκε στο Hall of Fame του Robert Morris, αλλά το κυριότερο; Έδειξε το δρόμο για δεκάδες κορίτσια που θα ακολουθούσαν την ίδια διαδρομή και θα συνδύαζαν σπουδές και αθλητισμό. Έστρεψε το βλέμμα των Αμερικάνων στην Ελλάδα και ξεκίνησε η ίδια, μακρά διαδρομή για πολλές ακόμα αθλήτριες.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Άρτεμις έπαιξε μπάσκετ επαγγελματικά. Πραγματοποίησε το όνειρό της και εκπλήρωσε τη φιλοδοξία της. Έπαιξε σε κορυφαίες ευρωπαϊκές ομάδες, πήρε πρωταθλήματα, πήρε κύπελλα, αγωνίστηκε στην ευρωλίγκα, έφτασε σε Final Six ευρωλίγκα, και μάλιστα ούσα αρχηγός μιας εκ των πιο παραδοσιακών ομάδων στην Ευρώπη, περνούσε τα καλοκαίρια στην Εθνική ομάδα, και τώρα ως αρχηγός του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος ετοιμάζεται για την τελική φάση του 2025.

Οι τρεις μοίρες ήταν πάντα εκεί να ακολουθούν την πορεία… Σκάρωναν μεταμφιέσεις και γνώριζαν την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από τις πέντε αισθήσεις και όλο το φάσμα των συναισθημάτων. Ήταν σε κλειδωμένα αποδυτήρια που η Άρτεμις κοιμόταν, σε κοιτώνες πανεπιστημίου που το κλάμα σκέπαζε κάθε φυσικό ήχο, σε υπερατλαντικά τηλεφωνήματα, σε αποχαιρετισμούς και επανενώσεις, σε σπουδαίες στιγμές, σε μεγάλες αγκαλιές ˙ πριν δύο χρόνια, έκαναν το τελικό ραντεβού.

***

Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν κόσμο πολύ-πολύ μακρινό, με το γκρίζο του ουρανού να μαλώνει τη ζωντάνια των ονείρων, σε έναν κόσμο που ελάχιστοι γνώριζαν ότι υπήρχε, οι τρεις μοίρες στοιβαγμένες ως κάμπιες στα κουκούλια τους να κρέμονται από ένα μισοβρεγμένο παράθυρο, κοίταζαν την Αρτέμιδα να σημειώνει… Έγραφε και έγραφε και έγραφε με μανία. Σα να σημείωνε όλα εκείνα που κανείς δεν ήξερε, όλα εκείνα που κανείς δεν έπρεπε να βλέπει. Εκείνα που εξομολογήθηκε κάποια στιγμή στην έντυπη «LiFO»…

«Θυμάμαι που έφτασα στο Παρίσι, για την ανταπόκριση, και δεν σταμάτησα να κλαίω μέχρι να φτάσω Πίτσμπουργκ. Εκεί συνειδητοποίησα ότι είχα φύγει από τους δικούς μου, ήμουν ολομόναχη σε άλλη χώρα, με διαφορετική γλώσσα και μαθήματα στα αγγλικά, ότι δεν ήξερα κανέναν. Μου πήρε τρεις μήνες να συνηθίσω, μέχρι τον Δεκέμβριο έκλαιγα κάθε βράδυ. Δεν σκέφτηκα να τα παρατήσω, γιατί δεν είμαι άνθρωπος που τα παρατάει. Υπήρχαν βράδια που κοιμόμουν στα αποδυτήρια, γιατί δεν ήθελα να πάω πίσω, ήμουν πολύ στενοχωρημένη».

Δε σηκώνει το κεφάλι, σκυμμένη και σχεδόν δακρυσμένη συνεχίζει να γράφει. Τα χέρια λίγο μουτζουρωμένα, και σα να αρχίζει πάλι η βροχή…

«Έχω χάσει σχέσεις εξαιτίας του τρόπου που αντιμετώπιζα το μπάσκετ. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα ότι είναι η δουλειά μου. Σημαίνει πολλά, αλλά όχι τα πάντα».

Η απώλεια ήταν πάντα κομμάτι της διαδρομής της. Η απόσταση. Η ξενιτιά. Η μοναξιά. Τα δάκρυα. Εκείνα που ο κόσμος δεν βλέπει.

Έκλεισε το σημειωματάριο. Χαμογέλασε ξανά πλατιά, πήρε τη μπάλα της και πήγε να παίξει.

Οι τρεις μοίρες συμφώνησαν:

Θα καλύπτει πάντα με το χαμόγελό της τον πόνο και την απώλεια…

Βγήκαν από το κουκούλι, άνοιξαν πάλι τα πολύχρωμα φτερά τους και πέταξαν ελεύθερες!

Από το Blogger.